αναρχούμαι

αναρχούμαι
αναρχούμαι βλ. πίν. 74 (μόνο στον ενεστ.)
——————
Σημειώσεις:
αναρχούμαι : συχνά χρησιμοποιείται η μτχ. αναρχούμενος ως επίθετο αυτός που διακρίνεται για αναρχία (αναρχούμενο κράτος).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναρχούμαι — [άναρχος] διατελώ υπό καθεστώς αναρχίας, κακοκυβερνούμαι, κακοδιοικούμαι …   Dictionary of Greek

  • άναρχος — η, ο (AM ἄναρχος, ον) 1. αυτός που δεν εξουσιάζεται, δεν έχει αρχηγό 2. αυτός που δεν έχει αρχή, αρχίνημα 3. το ουδ. ως ουσ. το άναρχον η αναρχία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αρχος < άρχω. ΠΑΡ. αναρχία, νεοελλ. αναρχούμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”